- ἐφημερούσιος
- ἐφημερ-ούσιος, ον,A = ἐφημερόβιος, Procl.Par.Ptol.225.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφημερούσιος — ἐφημερούσιος, ον (Α) αυτός που έχει περιουσία που επαρκεί για την τροφή μιας μέρας, που αποκτά όσα επαρκούν για μια μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμερούσιος* «καθημερινός»] … Dictionary of Greek